κοπρία

κοπρία
κοπρίᾱ , κοπρία
dunghill
fem nom/voc/acc dual
κοπρίᾱ , κοπρία
dunghill
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
κοπρίᾱ , κοπρίας
buffoons
masc nom/voc/acc dual
κοπρίας
buffoons
masc voc sg
κοπρίᾱ , κοπρίας
buffoons
masc voc sg (attic)
κοπρίᾱ , κοπρίας
buffoons
masc gen sg (doric aeolic)
κοπρίας
buffoons
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοπριά — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την …   Dictionary of Greek

  • κοπρίᾳ — κοπρίαι , κοπρία dunghill fem nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρία dunghill fem dat sg (attic doric aeolic) κοπρίαι , κοπρίας buffoons masc nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρίας buffoons masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρία — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την …   Dictionary of Greek

  • κοπριά — η η κόπρος των ζώων και μάλιστα η κατάλληλη για λίπανση του εδάφους: Το χωράφι αυτό θέλει κοπριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόπρια — κόπριον dirt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καὶ ὁ ἀλέκτωρ ἐν τῇ οἰκείᾳ κοπρίᾳ ἰσχυρός ἐστι. — См. Всяк петух на своем пепелище хозяин …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κοπρίας — κοπρίᾱς , κοπρία dunghill fem acc pl κοπρίᾱς , κοπρία dunghill fem gen sg (attic doric aeolic) κοπρίᾱς , κοπρίας buffoons masc acc pl κοπρίᾱς , κοπρίας buffoons masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρίαι — κοπρία dunghill fem nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρία dunghill fem dat sg (attic doric aeolic) κοπρίας buffoons masc nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρίας buffoons masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρίαν — κοπρίᾱν , κοπρία dunghill fem acc sg (attic doric aeolic) κοπρίᾱν , κοπρίας buffoons masc acc sg (attic epic doric aeolic) κοπρίας buffoons masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπριῶν — κοπρία dunghill fem gen pl κοπρίας buffoons masc gen pl κοπρίζω dung fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”